έγκλημα χωρίς τιμωρία (part 1)




Ο ταχυδρόμος είχε πολλή δουλειά, αναγνώστη. Ο σάκος του ήταν ξέχειλος από οργισμένα γράμματα διαμαρτυρίας των φαν του blog. Η συνισταμένη ήταν κοινή: "Ρε φίλε, δε μπορούσα να πάρω ανάσα, κι όχι επειδή έπαθα αυτό, επειδή δεν βάζεις μια ρημάδα ΤΕΛΕΙΑ, άσε τις απόπειρες να γράψεις σοβαρά, δεν το έχεις, η Χρυσηίδα Δημουλίδου και ο Πάολο-πεθαίνω-από-τη-βαρεμάρα-Κοέλιο γράφουν καλύτερα (αυτό έτσουξε αναγνώστη), όταν άρχισα να διαβάζω ήμουν ξυρισμένος και μέχρι να τελειώσω είχα βγάλει μουστάκι και είχα γίνει χίπστερ, τώρα κάθομαι στην Καρύτση και σου γράφω στο περιθώριο από το άρθρο της Σώτης κλπ".

Συγκλονισμένος από την αρνητική υποδοχή των afficionados μου στο τελευταίο μου πόνημα, αποφάσισα να κάνω ότι κάνουν και όλα τα μεγάλα συγκροτήματα όταν ο τελευταίος δίσκος τους δεν πουλάει - επιστρέφουν στις ρίζες τους και αφήνουν τους πειραματισμούς για τους νεόκοπους. Επιστροφή λοιπόν στο κοσμαγάπητο στυλ του Σπόρου, αυτό που έχει συγκινήσει και κινητοποιήσει πλατιές μάζες αναγνωστών όλο αυτό τον καιρό ύπαρξης του blog (και τους 3 μήνες δηλαδή), θα έχει και τελείες αυτή τη φορά, το υπόσχομαι, και άσχετα με το κείμενο τραγουδάκια ανάμεσα για να το παίξω μούρη μουσικά, θα περάσουμε έκτακτα, πάμε.




Τελικά δεν είναι ΤΟΣΟ άσχετο, πάρτο σαν 
εισαγωγή στο κυρίως πιάτο αναγνώστη

Λοιπόν είμαστε στο σωτήριο έτος 2004, στις αρχές του καλοκαιριού, και η ισχυρή Ελλάδα είναι έτοιμη να διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες, να πάρει το Euro και γενικά να κάνει ένα κάρο βλακείες. Οι υπήκοοι του ισχυρού αυτού κράτους ευημερούν - εκτός από μένα που είμαι άφραγκος και τους 3 τύπους που με λήστεψαν με μαχαίρι και παρέμειναν άφραγκοι και μετά τη ληστεία, αλλά με ένα κινητό παραπάνω. Γύρναγα λοιπόν στο σπίτι μου (στους Αμπελοκήπους τότε) περπατώντας στην υπέροχα θεοσκότεινη οδό Αγίου Θωμά όταν ακούω μια φωνή: "Να σου πω!". Και γυρνάω και βλέπω σε απόσταση 30 μέτρων έναν κοντούλη τύπο με τζόκευ καπέλο (ήταν τόσο κοντός που ήταν σαν τζόκευ που φοράει τζόκευ) να μου κουνάει ενθουσιωδώς το χέρι. "Για να φοράει αυτό το έκτρωμα στο κεφάλι του, Κύπριος θα είναι" σκέφτηκα κι επιτάχυνα, καθότι από μικρό παιδί φρίκαρα με δύο κατηγορίες ανθρώπων, τους Κύπριους και τους ληστές (όπως η σπιτονοικοκυρά του Τζιμάκου με τις τρανς και τους εμπρηστές).

Έκανα όμως ένα μοιραίο λάθος αναγνώστη. Ανέβηκα στο πεζοδρόμιο και, δέκα μόλις μέτρα πριν από τα φώτα της Μεσογείων, ένιωσα τον, φτεροπόδαρο προφανώς, προαναφερθέντα κοντούλη να με τραβάει από το χέρι και να μου λέει "αφού σου είπα να σου πω". Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν μεν Κύπριος, αλλά ληστής ήταν. Οπότε αδιαφορώντας για τους καλούς μου τρόπους τον έσπρωξα και γύρισα πάλι προς τα μπρος για να φτάσω στη Μεσογείων, μόνο και μόνο για να ανακαλύψω έναν Ψηλό τύπο να μου φράζει το δρόμο. Αυτός δεν σπρωχνόταν , αναγνώστη. Στο σημείο εκείνο δε ήταν παρκαρισμένο ένα άσπρο βανάκι (ακόμα εκεί είναι!) και πίσω μας οι τοίχοι ενός ερειπίου (αυτό νομίζω το γκρεμίσανε τώρα). Οπότε στους 40 πόντους του πεζοδρομίου χορεύαμε ένα υπέροχο άηχο βαλς τα 3 μας: εγώ, ο Ψηλός και ο Κοντός που είχε επανακάμψει από τη σπρωξιά και κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να χορέψει κι αυτός μαζί μας. Εκτελέσαμε τελικά την εξαιρετική φιγούρα "πιάνουμε τα χέρια του θύματος και περιμένουμε τον αρχηγό". Ο οποίος Αρχηγός ήρθε.

Εμφανίστηκε πολύ κινηματογραφικά, αυτό οφείλω να του το αναγνωρίσω. Αν δεν ήμουν  ακινητοποιημένος, θα του έβγαζα το καπέλο (του Κοντού, γιατί εγώ δε φορούσα). Αργόσυρτο βήμα, βαριεστημένο ύφος, και ένα μαχαίρι το οποίο τότε μου φάνηκε τουλάχιστον 50 πόντους, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν πέρναγε τους 10. (Στο σημείο αυτό καλώ τις χωρισμένες και πληγωμένες αναγνώστριες να εφαρμόσουν αυτή την αναλογία και στους πρώην τους* και να μη στενοχωριούνται πια.) Με το οποίο μαχαίρι καθάριζε τα νύχια του, ο μικρός θεούλης. Και μετά...

Στο σημείο αυτό όμως θα σταματήσω, αναγνώστη, γιατί ο μάνατζερ μου μου έχει απαγορεύσει ρητά να ξεπερνούν οι αναρτήσεις μου ένα συγκεκριμένο όριο μεγέθους, μετά τον καύσωνα βαρεμάρας που έπληξε το ελληνικό διαδίκτυο μετά το "Ρώσικο διήγημα". Θα επανέλθω...

* σεξιστικό αστειάκι προς τιμή της παράδοσης εργασιών στο μάθημα "'Εμφυλες προσεγγίσεις του Χώρου" μεθαύριο, στο μεταπτυχιακό μου.


Ρώσικο Διήγημα




Ο Ιβάν Νικολάγιεβιτς σηκώθηκε από το κρεβάτι, τεντώθηκε και ασχολήθηκε με το σαμοβάρι, για να πιει το πρώτο τσάι της ημέρας. Ήταν Κυριακή, δεν είχε να πάει για δουλειά στο εργοστάσιο σήμερα, για εκκλησία ούτε λόγος βέβαια, 45 χρόνια τώρα ο ρώσικος λαός είχε γλιτώσει από αυτή την αυταπάτη, όσες εκκλησίες δεν είχαν μετατραπεί σε κάτι άλλο παρέμεναν έρημες και βουβές. Ο Ιβάν είχε όλη τη μέρα μπροστά του να χουζουρέψει – μπορούσε βέβαια, αν ήθελε, να κάνει μια από τις εθελοντικές του βάρδιες στο εργοστάσιο, τις περίφημες «Ημέρες Σταχάνωφ», προς τιμή του ήρωα που υπερτριπλασίασε το ημερήσιο πλάνο παραγωγής κατά τα διάρκεια των πενταετών πλάνων επί Στάλιν (και μόνο στη σκέψη του ονόματος του Πατερούλη οι τρίχες στο σώμα του Ιβάν Νικολάγιεβιτς – και είχε πολλές, μια πρώην του τον φώναζε χαϊδευτικά «αρκούδα της Σιβηρίας», προσωνύμιο που τον εκνεύριζε όσο τον γαλήνευε εκείνο το άλλο που του πέταγε για να τον καλμάρει αμέσως μετά, «λιοντάρι του Καυκάσου» - ορθώθηκαν μονομιάς, είχαν περάσει έξι χρόνια από το 20ο Συνέδριο και εννιά από το θάνατο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, αλλά η θύμησή του παρέμενε ζωντανή στο μυαλό του Ιβάν, και πώς να σβήσει άλλωστε, ο τροτσκιστής θείος του που γύρισε πέρσι από τη Σιβηρία με κατεστραμμένα πνευμόνια και έβηχε ολημερίς και ολονυχτίς στο δίπλα δωμάτιο δεν τον άφηνε να ξεχάσει ακόμα και αν το ήθελε, «γκουχ, είδα φοβερά πράγματα ανιψιέ, γκουχ γκουχ, δε θα έπρεπε να γίνονται τέτοια πράγματα στη μεγάλη σοσιαλιστική μας πατρίδα», τον κακομοίρη, είκοσι χρόνια σε γκούλαγκ και ακόμα νόμιζε ότι η Σοβιετική Ένωση έχτιζε τον κομμουνισμό) και οι οποίες παρά τον επίσημο χαρακτηρισμό τους σαν «εθελοντικές» έπρεπε για κάθε εργαζόμενο να φτάσουν σε ένα συγκεκριμένο αριθμό μέσα στη χρονιά. Αλλά σήμερα ο Ιβάν δεν είχε καμία όρεξη – είχε πιεί πολλές βότκες χτες, σπιτικές, βαριές, στο σπίτι του φίλου του του «Κανένα», του Νικήτα Ιβάνοβιτς δηλαδή, απλά όλοι οι παλιοί συμμαθητές από το δημοτικό σχολείο στη συνοικία Πετροπαβλόφσκαγια της Μόσχας τον ήξεραν ως ο «Κανένας» από τα μέρα εκείνη που η δασκάλα τους τους διηγήθηκε την ιστορία του Οδυσσέα και του Πολύφημου, ιστορία  η οποία προφανώς εντυπωσίασε το δεκάχρονο Νικήτα τόσο ώστε να μαζέψει στο διάλειμμα όλους τους φίλους του γύρω του και να τους ανακοινώσει με περισπούδαστο και μυστηριώδες ύφος ότι δεν τον έλεγαν πια Νικήτα παρά «Κανένα» και ότι όποιος τον ξαναφώναζε με το όνομά του θα αντιμετώπιζε την οργή του, τους πέρναγε όλους ένα κεφάλι, λούφαξαν, από τότε δεν ξανακούστηκε το «Νικήτας», ο «Κανένας» εκμυστηρεύτηκε αργότερα στον Ιβάν ότι η αλλαγή ονόματος εντασσόταν σε ένα γενικότερο σχέδιο, το οποίο μέσα από δαιδαλώδεις και εντελώς άσχετες διαδρομές στο μυαλό του αγοριού κατέληγε στην ανάδειξή του στο μεγαλύτερο μυστικό πράκτορα της χώρας, ας μην ξεχνάμε ότι όταν τα δύο παιδιά τα συζήταγαν αυτά βρισκόμασταν στα 1939, στο απόγειο των Δικών της Μόσχας, και ταυτόχρονα τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν πάνω από την Ευρώπη, είχε υπογραφεί μεν το σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, αλλά οι μεγάλοι σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους ότι αυτός ήταν μόνο ένας ελιγμός για να κερδίσουμε χρόνο, και ότι η σύγκρουση της Ρώσικης Αρκούδας με το Γερμανικό Λύκο ήταν αναπόφευκτη και σύντομα μάλιστα, οπότε η μυστικότητα από τη μια, το ξεσκέπασμα προδοτών και η αυτοθυσία για τη Μητέρα Πατρίδα από την άλλη είχαν φλογίσει την καρδιά και το μυαλό του Κανένα, ο Ιβάν δεν είπε τίποτα, ο θείος του είχε ήδη δεχθεί κάποιες «φιλικές κατ’ οίκον επισκέψεις», ο μικρός λόγω ενός έμφυτου συναισθήματος αυτοπροστασίας δεν ανοιγόταν πολύ, ούτε στον καλύτερο του φίλο τον Νικήτα, του είπε απλά «εντάξει Κανένα, πάμε να παίξουμε τώρα» και αυτό ήταν, 23 χρόνια μετά ακόμα «Κανένα» τον φώναζε, κοτζάμ μαντράχαλο, στα 33 του, όπως κι αυτός άλλωστε τον αποκαλούσε πάντα Βάνια. 

                Ο Βάνια, ο Βάνια που γεννήθηκε στη χρονιά της Μεγάλης Κρίσης, στα 1929, και όλοι ανεξαιρέτως οι συγγενείς του έλεγαν ότι αυτό είναι σημαδιακό, γεννήθηκε τη μέρα που οι διεφθαρμένοι καπιταλιστές πήδαγαν από τα μπαλκόνια των ουρανοξυστών τους σε αυτό το κέντρο της ανομίας, σε αυτό το ναό του Μαμμωνά, τη μισητή Wall Street, και να, δε μπορεί, στα γενέθλιά του στα 5, 10, 20 χρόνια του, το σύστημα αυτό το ληστρικό θα καταρρεύσει, θα υποκύψει στις εσωτερικές αντιφάσεις του, λες και οι επαναστάσεις ή οι καταρρεύσεις σtον κόσμο υπακούουν στον ανθρώπινο νόμο των γενεθλίων, λες και έπρεπε να ήταν 24 Οκτώβρη του 1934, του 1939 ή του 1949 η μέρα της ξαφνικής πτώσης του Καπιταλισμού στη δύση, ευσεβείς πόθοι, οικογενειακά αστειάκια, χαζά ευχολόγια.

                Ο Ιβάν είχε γενέθλια σήμερα, 24 Οκτώβρη του 1962, αλλά δεν ήταν χαρούμενος. Μπορεί να έφταιγε η άρνηση της Ανούσκα να πάνε θέατρο χτες, σε μια παράσταση έργου του Μπρεχτ, τη συμπαθούσε πολύ αυτή την κοπέλα αλλά είχε την αίσθηση ότι αυτή τον φοβόταν για κάποιον ανεξήγητο λόγο, μπορεί να του έφταιγε ότι φέτος έκλεινε τα 33 κι ακόμα ο καταραμένος καπιταλισμός επιζούσε, κι όχι μόνο αυτό, δυο μέρες πριν ο πρόεδρος Κέννεντυ είχε μιλήσει στο Κογκρέσο με πολύ σκληρή γλώσσα για το θέμα των πυραύλων στην Κούβα, είχε απειλήσει μέχρι και με πυρηνικό πόλεμο, ο Ιβάν δε συμμεριζόταν την αισιοδοξία των γύρω του ότι όλα αυτά ήταν κούφια λόγια και απειλές, πόσο δύσκολο είναι να πατήσεις ένα κουμπί, και μετά αντίο Μόσχα, αντίο Ανούσκα, αντίο θέατρα (με παραστάσεις Μπρεχτ ή άλλες), αντίο όλα. Το σαμοβάρι σφύριξε, τον τίναξε από τις σκέψεις του, έβαλε ένα φλιτζάνι, καλά τα λέει η καθοδήγηση, δεν υπάρχει Θεός, γιατί αν υπήρχε σιγά μην καθόταν στους ουρανούς και δεν κατέβαινε στη γη να μπορεί να πίνει κάθε πρωί ένα φλιτζανάκι τσάι.

                Το χτύπημα στην πόρτα τον αιφνιδίασε. Δεν περίμενε επισκέψεις κυριακάτικα, πόσο μάλλον τόσο πρωί. Όταν άνοιξε και είδε μπροστά του τον κοντόχοντρο διαχειριστή της πολυκατοικίας, τον πενηντάρη Πέτρο Φιοντόροβιτς, το άγχος του αντί να μειωθεί διπλασιάστηκε, τι θέλει πάλι αυτός ο διάολος πρωί – πρωί, μεγάλος ρουφιάνος του λόγου του, σκυλί του Κόμματος, όποτε συναντούσε τον άρτι αποφυλακισθέντα θείο στις σκάλες έφτυνε στον κόρφο του λες κι έβλεπε τον ίδιο τον Οξαποδώ, και ο διαχειριστής όμως δε βρισκόταν σε καλύτερη διάθεση εκείνο το κυριακάτικο πρωινό, περιεργαζόταν τον κάτοικο του διαμερίσματος αρ. 9 με μισόκλειστα μάτια από το δυσθεώρητο ύψος του 1,55 μ., με το κεφάλι ριγμένο πίσω, να σκέφτεται «από χαλασμένο σπόρο βγαίνει χαλασμένος καρπός, κοίτα φάτσα τώρα, αντί να χαίρεται με τις ετοιμασίες για την 45η επέτειο της Επανάστασης ανησυχεί που με βλέπει στο κατώφλι του, φοβάται μην είπε ή έκανε κάτι και καταλήξει και αυτός στη Σιβηρία να κάνει διακοπές σαν τον άλλο τον προκομμένο το θείο του, αλλά έλα τώρα που ο σύντροφος Νικίτα είναι μαλθακός και αφήνει όλα ετούτα τα αντικομματικά στοιχεία να αλωνίζουν ελεύθερα και να χαλάνε σιγά-σιγά κι εμάς τους υπόλοιπους με την ύπουλη απαισιοδοξία τους», τέτοια σκέφτονταν διαχειριστής και εορτάζων για κάμποσα δευτερόλεπτα χωρίς να μιλάνε και όταν άνοιξαν εν τέλει το στόμα τους είπαν, φυσικά, τελείως διαφορετικά πράγματα από αυτά που είχαν στο μυαλό τους, τι κάνετε, πως είστε, πως κι από δω, θέλω να σας ζητήσω μια χάρη, περάστε, μη στέκεστε στην πόρτα, να σας κεράσω ένα φλιτζάνι τσάι, έχω και γενέθλια.

                Αυτή η τελευταία δήλωση προκάλεσε μια στιγμιαία αμηχανία στους δύο συνομιλητές, έτσι όπως συνδυάστηκε με την αμέσως προηγούμενη, δηλαδή αν δεν είχατε γενέθλια Ιβάν Νικολάγιεβιτς, δε θα μου προσφέρατε τσάι, με σφιγμένο γελάκι ο Πέτρος Φιοντόροβιτς, όχι, όχι, μα τι λέτε τώρα, απλά μου ξέφυγε ότι έχω γενέθλια, ο ιδρωμένος ξαφνικά ιδιοκτήτης του σπιτιού, τα έκανα χειρότερα ακόμα τα πράγματα με αυτό που μόλις είπα, σκέφτηκε, δεν είναι να μπαίνεις στα μαύρα κατάστιχα αυτού εδώ του ρουφιάνου, στην κηδεία του Στάλιν (να την πάλι η ανατριχίλα!) έκλαιγε για τρεις μέρες με γόους και αναφιλητά, όλη η γειτονιά τον είχε πάρει πια χαμπάρι, αλλά αυτός εκεί, απτόητος, το βιολί του. Από την άβολη θέση τους έβγαλε η εμπειρία του διαχειριστή, πλάκα κάνω Ιβάν, εξάλλου δεν έχω χρόνο, όπως σας είπα ήρθα να σας ζητήσω μια χάρη, και η δουλειά επείγει, τι χάρη, τι δουλειά, ελάτε μαζί μου να σας δείξω.

                Οι δύο άντρες ανέβηκαν στην ταράτσα, ο ένας σκυφτός και μουρμουρίζοντας μέσα από τα μουστάκια του, ο άλλος δύο σκαλιά πίσω του να έχει εστιάσει το βλέμμα του στη φαλάκρα του διαχειριστή που γυάλιζε στο μισοσκόταδο του διαδρόμου, αλλά να μη την κοιτάει πραγματικά, να έχει αφαιρεθεί, να σκέφτεται για ακόμα μία φορά την εκδρομή που είχε πάει με τη Ανούσκα το καλοκαίρι στο Βόλγα, τι γάργαρο που ήταν το γέλιο της, με πόση χάρη μάζευε λουλούδια και τα περνούσε στα μαλλιά της, και έπαιζε και γέλαγε στα καταπράσινα λιβάδια στην όχθη του ποταμού, πόση χαρά του προκαλούσε η παρουσία της, είχε πολλές φορές αναρωτηθεί ο Ιβάν αν είναι ερωτευμένος μαζί της και όλες είχε απαντήσει στον εαυτό του αρνητικά, όχι, δεν ήταν έρωτας αυτό που ένιωθε, ήταν ακριβώς αυτό, ότι του προκαλούσε χαρά η παρουσία της (το οποίο μπορεί μέσα στη γενικότερη θλίψη μέσα στην οποία ζούσε ο μοναχικός νέος να ήταν σημαντικότερο γι’ αυτόν και από τον έρωτα τον ίδιο), αλλά δεν ήταν σχεδόν ποτέ μόνοι τους, και στην εκδρομή αυτή είχαν πάει μαζί με όλους τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο, τετρακόσια τόσα άτομα, και η Ανούσκα εκτός από τα ψουψουρίσματα και τα κρυφά γελάκια με τις φίλες της, από τους άντρες είχε μάτια μόνο για εκείνον τον αντιπαθητικό επιστάτη, τον Αρκάντι Ντενίσοβιτς, έναν ψηλό και ωραίο άντρα, επιβλητικό από κάθε άποψη, αλλά πραγματικά χαζούλη και ΦΑΥΛΟ, ναι, αυτή η λέξη του ταίριαζε, κορδωνόταν σαν διάνος και όλα τα κοριτσόπουλα στο εργοστάσιο λιγώνονταν, για τις άλλες δεν τον έμελλε, ούτε για τη Ανούσκα θα έπρεπε κανονικά να τον νοιάζει, αφού είπαμε, ερωτευμένος μαζί της δεν ήταν σε καμία περίπτωση, αλλά να, ήθελε να τη βλέπει χαρούμενη για να του προκαλεί χαρά η παρουσία της, ήθελε να ευτυχήσει η A. γιατί αυτός δε θα ευτυχούσε ποτέ, το ήξερε αυτό, και για να ευτυχήσει η A. έπρεπε να έχει στο πλευρό της κάποιον άλλο, όχι αυτόν τον φουσκωμένο από οίηση και ματαιοδοξία διάνο, τον Αρκάντι Ντενίσοβιτς, με τα κατσαρά μαλλιά του, το ωραίο και γυμνασμένο σώμα του και το κούφιο του κεφάλι, αλλά όλα αυτά δεν είχε βρει ποτέ του την ευκαιρία να της τα πει, εδώ για να πάνε στο θέατρο είχε μαζέψει το κουράγιο του πολλές μέρες μέχρι να της το προτείνει, αλλά αυτή του είπε ότι ήταν κουρασμένη από τα δουλειά, κάποια άλλη φορά, και ο Ιβάν είπε ναι, βέβαια, κι έφυγε με τα μάγουλα κόκκινα από ντροπή, ξαφνικά τον χτύπησε κρύος αέρας στο πρόσωπο, σταμάτησε να ονειροπολεί, είχαν φτάσει στο ανώτερο σημείο της σκάλας και ο επιστάτης είχε ανοίξει με κλειδί την πόρτα που έβγαζε στην ταράτσα, να μπροστά τους ο ποταμός Μόσκοβας, οι χρυσοί τρούλοι του Κρεμλίνου, η Μόσχα!

                Ο διαχειριστής άρχισε να μιλάει γρήγορα, σαν να απήγγειλε κάποιον έτοιμο από πριν μονόλογο, ορίστε Ιβάν, ήρθαμε, και να τι θέλω να σου ζητήσω, και δε μπορεί άλλος κανείς στην πολυκατοικία μας να βοηθήσει παρά μόνο εσύ, να το ξέρεις αυτό, αλλιώς δε θα σε ξεβόλευα κυριακάτικα (και στο σημείο αυτό τα μικρά κουτοπόνηρα ματάκια του διαχειριστή στένεψαν κι άλλο, ο ταλαίπωρος Ιβάν αναστέναξε, το μυαλό και των δύο πήγε φυσικά στον περιβόητο θείο που τρία πατώματα πιο κάτω έβηχε ασταμάτητα, τους φάνηκε ότι άκουσαν το βήχα, τόσο έντονα τον σκέφτηκαν και οι δύο), λοιπόν, να τι σε θέλω, αφού δουλεύεις σαν ηλεκτρονικός στο εργοστάσιο να μου πεις που θα βάλουμε την ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΕΡΑΙΑ (και στο σημείο αυτό το πρόσωπο του Πέτρου Φιοντόροβιτς φωτίστηκε ολόκληρο, να ρε αχάριστοι τι κάνει το Κόμμα για σας, κεντρικές κεραίες και στην Πετροπαβλόφσκαγια, από τις πιο απόμερες γειτονιές της πόλης, για να βλέπετε μπάλα, να βλέπετε παραδοσιακούς χορούς, να βλέπετε το Γκαγκάριν στο διάστημα, να βλέπετε και το σύντροφο Γενικό Γραμματέα, τον Λέοντα της Ουκρανίας, να σας αναλύει με πόσο γοργά βήματα, τι βήματα, άλματα βαδίζει η χώρα και ολόκληρος ο πλανήτης προς την τελική νίκη του Κομμουνισμού, να χτες έβλεπε στην τηλεόραση στο Πολιτιστικό Κέντρο αυτόν τον αχρείο, τον ψοφοδεή, το μορφονιό Αμερικάνο πρόεδρο να κάνει ψευτολεονταρισμούς για την υπόθεση των πυραύλων στην Κούβα και τον συνέκρινε μέσα του, αυτός, ο Πέτρος Φιοντόροβιτς, με το σύντροφο Νικήτα και τον έβρισκε σε όλα κατώτερο το χλεχλέ, το λιμοκοντόρο, με την ίσια χωρίστρα και τα σινιέ ρούχα, το φλώρο, σύντομα θα τα βλέπετε κι εσείς από την άνεση του σπιτιού σας, αχάριστα αντικομματικά και αντιπατριωτικά - το ίδιο είναι - στοιχεία) ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ, πρόσεξε Ιβάν Νικολάγιεβιτς, να πιάνει καλά και ταυτόχρονα να κάνουμε οικονομία στα καλώδια, η οικονομία του πολίτη είναι οικονομία για το κράτος, γιατί ότι έχει το κράτος είναι για τους πολίτες του, δεν είμαστε σαν τη διεφθαρμένη Δύση εδώ, δεν έχουμε αφεντικά να πίνουν το αίμα του κοσμάκη, και στο σημείο αυτό έφτυσε στην ανώμαλη επιφάνεια της ταράτσας και σήκωσε μετά το βλέμμα του στα μάτια του συνομιλητή του, τριάντα πόντους ψηλότερο από αυτόν, αλλά αντί να δει τη συνηθισμένη φοβισμένη έκφραση του Ιβάν να ψαχουλεύει, να σαρώνει με τα μάτια του την ταράτσα για το καλύτερο σημείο τοποθέτησης της Κεραίας, τον είδε να έχει γουρλώσει τα μάτια (δε φανταζόταν ποτέ ότι ένας άνθρωπος μπορεί να ανοίξει τόσο πολύ τα μάτια του), και να κοιτάει πάνω από το κεφάλι του διαχειριστή προς το Κρεμλίνο, το στόμα του νεαρού άντρα να έχει συσπαστεί σε μια άηχη κραυγή, οι τρίχες στο κοντοκουρεμένο κεφάλι του να έχουν σηκωθεί όρθιες, τι είδε πάλι ο αλαφροΐσκιωτος και κάνει σαν να είδε Σατανά, το φάντασμα του Τσάρου; σκέφτηκε ο Πέτρος και έκανε μεταβολή. Και είδε κι αυτός.

                Είδε το κόκκινο λουλούδι να ανθίζει πάνω από το Κρεμλίνο, ένα υπέροχο κόκκινο λουλούδι, τεράστιο, να υψώνεται προς τον ουρανό και ταυτόχρονα να απλώνεται για να καλύψει ολόκληρη την πόλη και σχεδόν ταυτόχρονα με τη μεταβολή του ήρθε και ο Ήχος, ένας ήχος πιο δυνατός από οποιονδήποτε είχε ακούσει στη ζωή του ο πενηντάρης διαχειριστής ο οποίος δεν είχε πάει στο μέτωπο στο Μεγάλο Πατριωτικό και Αντιφασιστικό Πόλεμο λόγω πλατυποδίας, ο Ήχος που ήταν υπόκωφος και μακρινός αλλά ταυτόχρονα και δίπλα θαρρείς στο αυτί του, ο Ήχος που παρέλυσε το σώμα του, μόνο τα μάτια λειτουργούσαν ακόμα, κι έβλεπαν το λουλούδι να απλώνεται, να καταπίνει κτίρια, αυτοκίνητα, λεωφόρους, ανθρώπους και να έρχεται με ασύγκριτη ταχύτητα κατά πάνω τους, και μετά ξαφνικά δεν έβλεπε τίποτα άλλο γιατί βρέθηκε να κοιτάζει το στέρνο του μέχρι πρότινος συνομιλητή του, ο οποίος είχε ξαφνικά έρθει μπροστά του και τον είχε αγκαλιάσει, πιέζοντας το κεφάλι στο στήθος του. Πράγματι, ο Ιβάν Νικολάγιεβιτς, με το που είδε τον Πέτρο Ιβάνοβιτς να κάνει μεταβολή, ξεμαρμάρωσε, κατάλαβε τι ήταν Αυτό που έβλεπε εδώ και κάποια δευτερόλεπτα, και την ώρα που έφτανε στα αυτιά τους ο Ήχος αυτός είχε ήδη κάνει το γύρο του διαχειριστή και άπλωνε τα χέρια του να τον αγκαλιάσει, να τον σφίξει πάνω του, να μην τον αφήσει να δει το λουλούδι που θα τους κατάπινε και τους δύο σε λίγο, τα είχε καταλάβει όλα πια, το θέμα της Κούβας πήγε στραβά, ο νέος και όμορφος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε πάρει τη μοιραία απόφαση, τα πυρηνικά όπλα που έφτιαχναν και οι μεν και οι δε δεκαεπτά χρόνια τώρα επιτέλους θα απεδείκνυαν την αποτελεσματικότητά τους, τέρμα πια οι δοκιμές σε υπόγειες στοές και σε εξωτικές ατόλλες, τώρα πια σειρά είχαν η Μόσχα, το Λένινγκραντ, το Κίεβο και από την άλλη μεριά η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, η Ουάσινγκτον, όλες αυτές οι μεγαλουπόλεις θα εξαφανίζονταν από το χάρτη, θα ήταν στο μέλλον μια πικρή ανάμνηση στο μυαλό των όποιων επιζώντων, δε θα ξανάβλεπε ποτέ πια τη Aνούσκα, ούτε τον υπερφίαλο Αρκάντι Ντενίσοβιτς, ούτε καν αυτόν, τον κοντόχοντρο διαχειριστή του, όλα αυτά τα σκέφτηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου, το λουλούδι θα τους έφτανε όπου να ‘ναι, ένιωθε ήδη την καυτή ανάσα του στην πλάτη του, και του ήρθε άξαφνα μια επιθυμία να αγκαλιάσει αυτόν που μέχρι τώρα σιχαινόταν, αυτόν που αντιπροσώπευε για τον ίδιο το τελευταίο πλάσμα που θα άγγιζε όσο ζούσε και ταυτόχρονα να τον προστατέψει, να μην τον αφήσει να δει τη φρίκη που έσπερνε το υπέροχο κόκκινο λουλούδι στο διάβα του, τι βλακείες σκέφτομαι, εγώ ποτέ μου δεν ήμουν ανθρωπιστής, και ΑΥΤΗ ήταν η τελευταία σκέψη του Ιβάν Νικολάγιεβιτς, ανήμερα των γενεθλίων του, σε μια κατάμαυρη πλέον ταράτσα.


Στη Μεσογείων, λίγο μετά την πλατεία





Είπα να μη γράψω ανάρτηση όσο κρατάει το σκηνικό με την ΕΡΤ αναγνώστη αλλά οι φαν μου με πιέζουν. Θέλουν, λένε, να ξεκουράζουν το μυαλό και το σώμα τους από την ορθοστασία στην Αγία Παρασκευή διαβάζοντας κάτι φρέσκο και δροσερό. Για όποιον λοιπόν δεν έχει ένα οικογενειακό παγωτό στο σπίτι του να πάει να διαβάσει τα συστατικά και να αφήσει τον διάσημο πλέον μπλόγκερ στην ησυχία του, εγώ, ο είλωτας της φήμης μου, είμαι εδώ.

Αλλά η ανάρτηση θα περιέχει ΕΡΤ, δε γίνεται να αναφέρεται σε κάτι άλλο. Κόσμος πολύς αναγνώστη μου, κόσμος διαφορετικός μεταξύ του, κάπως σαν τους Αγανακτισμένους χωρίς τους φασίστες θα σου έλεγα, αν πήγαινα στους Αγανακτισμένους, αλλά δεν πήγαινα, τους σνόμπαρα. Και ο Πουλίκας να λέει το "σκόνη πέτρες λάσπη, όλη μέρα στο γιαπί" και να συγκινούμαστε εμείς οι πολιτικοί μηχανικοί, έτσι, για το ονόρε,  κι ας μην έχουμε δουλέψει ποτέ σε γιαπί, μόνο σε γραφεία, και ο Μίλτος ο Πασχαλίδης να λέει αυτό το ριζίτικο και ο Σίλας Σεραφείμ να κάνει αστεία που οι περισσότεροι να τα θεωρούν κρύα, αλλά δεν πειράζει, γιατί σημασία δεν έχει αυτό, σημασία έχει που είναι εκεί, όπως όλοι, και κάποιος (δε θυμάμαι ποιος) να λέει αυτό:


                                       
Όπου καφενεία βάλε τζερεμέ

Στο οποίο τραγούδι, αναγνώστη, στο δίστιχο "σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεφτικός/ μα χτες μες στην πορεία, περνούσες γελαστός" σήκωσα την αριστερή μου γροθιά αδιαφορώντας για τα ειρωνικά μειδιάματα των γύρω μου για τη "γραφικότητά" μου. Γιατί αυτό είμαστε, αναγνώστη: σκυφτοί στα καφενεία, σκεφτικοί στους δρόμους και γελαστοί στις πορείες. Όσο αντέχουμε τέλος πάντων...Και μια τύπισσα από μικροφώνου να ασκεί κριτική στους εργαζόμενους της ερτ που αναγνωρίζουν ακόμα ιεραρχίες αν και απολυμένοι, και οι Σπυριδούλα να ΜΗΝ παίζουν το "Να μου πουλάς", και ο Σπύρος Γραμμένος να τραγουδάει τον "κουκουλοφόρο" και δυστυχώς όχι αυτό και να βλέπω συνασπισμένους και κνίτες και η πολυπόθητη ενότητα της αριστεράς να επιτυγχάνεται αφού τους χαιρέτησα όλους και με αντιχαιρέτησαν και αυτοί, και όταν τελείωσαν τα λάιβ να βάζουν , έτσι για να τιμήσουν την ημέρα του πατέρα, αυτό το κομμάτι, που το ακούγαμε οικογενειακά κάθε φορά που πηγαίναμε Ζαχάρω με το Toyota Corolla του '71 σε μαγνητοταινία και μέχρι σήμερα νόμιζα ότι κάποιος το ηχογράφησε αποκλειστικά για τον πατέρα μου, καθώς δεν το είχα ακούσει ποτέ πουθενά αλλού:
                                            

                                     
Να είσαι καλά Νικόλα που 
μας μεγάλωσες με αυτά

.

συναυλίες και φασισμός





Αναγνώστη, δύσκολοι καιροί για χαζοχαρουμενιές. Ήθελα να γράψω δεύτερη σερί συναυλιακή ανάρτηση, για τον Λουκιανό την Κυριακή στις Αναιρέσεις (ο οποίος μοιάζει -τώρα πια- πολύ στο πρόσωπο με την Αρλέτα, όπως λέει και η φίλη μου η Ε.) που μας συγκίνησε και συγκινήθηκε, για το Σωκράτη χτες στο Βράχων που δεν είχε και πολλή όρεξη αλλά  γίναμε χάλια παρόλα αυτά, να αναλύσω γιατί πρέπει ΠΑΝΤΑ να κάθεσαι μπροστά δεξιά στις συναυλίες, να χτυπήσω ανελέητα τη νέα μόδα των συγκροτημάτων swing, να πω κακίες για το ντεκολτέ στο πουκάμισο του Αλέξη του Τσίπρα που βγήκε ΜΟΛΙΣ στην ΕΡΤ (3:20 το βράδυ), κλπ. Αλλά δε μου βγαίνει. Έχω ξενερώσει με την ιστορία με την ΕΡΤ. Όχι που έβγαλε τον Τσίπρα αχάραγα και μας κόλασε, που την έκλεισαν έτσι φασιστικά. (Καλά, δε μπορώ να μη σχολιάσω ότι ο Πρόεδρος είπε μόλις τώρα ότι "ήρθα και νωρίτερα, αλλά δε θέλησα να πάρω το μικρόφωνο". Αν είσαι large τύπος...). Πες τα ρε Λουκι Λουκ.




εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω
μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα


Θα ήταν πάρα πολύ ωραία ανάρτηση φίλε αναγνώστη. Θα έγραφα μια μικρή ελεγεία για τα ναριτοσουβλάκια, για τις συναντήσεις στις Αναιρέσεις που σε κάνουν να χαίρεσαι αλλά με τόσες φάτσες από το φοιτητικό σου παρελθόν σου δημιουργούν ένα άγχος ότι έρχεται η εξεταστική (η ποια;) και δεν έχεις διαβάσει τίποτα ακόμα, για το τραγούδι του Βασίλη Καρρά την "Πριγκηπέσσα" που το διασκεύασε χτες ο Μάλαμας, για το Φώτη Σιώτα που μεγαλώνει κάθε χρόνο το ρόλο του στις συναυλίες και μπράβο του, και πολλά άλλα. Δεν έχω όρεξη όμως, άσε με σου λέω. Θα τα πούμε μετά τη συναυλία του Χαρούλη την Τετάρτη.




Ο (ανεπίσημος) ύμνος του Χώρου


"Εσύ γτ δεν είσαι στην ΕΡΤ;" θα ρωτήσεις αναγνώστη και θα έχεις 1000 δίκια. Δεν είμαι γιατί είμαι κουρασμένος από τα ξενύχτια και το αλκοόλ και τις καταχρήσεις και έχω μια τεράστια μελανιά στον ώμο από την καρέκλα που δανείστηκα χτες από το κλειστό circus και την περιέφερα σαν λιτανεία στους δρόμους των Εξαρχείων (μεγάλη ιστορία, θα στην πω κάποια στιγμή). Αύριο όμως θα πάω. Θα τα πούμε εκεί, αναγνώστη, ναι; Σταματάω τώρα για να συγκεντρωθώ να ακούσω τη Δέσποινα την Κουτσούμπα.





Υ.Γ. Αύριο στο δακτύλιο Αθηνών κυκλοφορούν τα τανκς με ζυγό αριθμό.

συναυλίες και αποφάσεις




Υπάρχουν στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου, ενός συνειδητού υποκειμένου, ενός μπλόγκερ βρε αδερφέ που πρέπει να αποφασίσει αν είναι άνθρωπος, συνειδητό υποκείμενο, μπλόγκερ βρε αδερφέ ή  ένα χαμερπές σκουλήκι (όχι Αρειανός, κανονικό σκουλήκι). Μια στιγμή που από μόνη της ορίζει μια ρωγμή στο χρόνο, δημιουργώντας δύο παράλληλα σύμπαντα ανάλογα με την απόφαση που θα πάρεις. Μια στιγμή, δυο ζωές που λέει και το αγαπημένο MEGA. (Το κανάλι που πρωτοπορεί πολιτιστικά παίζοντας μονόπρακτα του Ιονέσκο κάθε βράδυ στις 8.) Μια τέτοια στιγμή εμφανίστηκε χτες απρόσμενα μπροστά μου, όταν μπήκα στο δίλημμα αν θα πάω στις Αναιρέσεις, στο "συναυλιακό γεγονός του καλοκαιριού", όπως χαρακτήρισε την εμφάνιση των Gang Of Four ο Άρης Χατζηστεφάνου  ή στο Γκάζι για να ακούσω για τεσσαρακοστή πέμπτη φορά τον Θανάση. Και φυσικά επέλεξα το δεύτερο, γιατί είμαι αδύναμος χαρακτήρας...Και δεν είναι αρκετή δικαιολογία το ότι είπε αυτό:


Αρκετά σαφές


Τέλος πάντων, ωραία περάσαμε, πήγαμε όσοι και όποιοι έπρεπε και οι ξενέρωτοι/ες δεν ήρθανε , βοήθησε και η σούμα (σαμιώτικο ποτό σε στυλ τσίπουρου, άσχετε και λατρεμένε αναγνώστη), αλλά τα λάθη πληρώνονται...Οι Gang of Four τα έσπασαν έμαθα. Δεν πειράζει, θα ξαναέρθουν σε 30 χρόνια ίσως και θα πάω τότε. Εξάλλου όλοι κάνουμε λάθη. Ακόμα και ο Θεοφάνης.



"Προηγουμένως σκούπισα τη μύτη μου
 με την πετσέτα σου από λάθος"


Αναγνώστη, το βράδυ θα πάω σε ένα πάρτυ σε σπίτι, η συνδιοργανώτρια του οποίου δηλώνει φαν του σπόρου και μου έχει υποσχεθεί ότι θα τηρηθεί ο δεκάλογος αυτός. (Με το να βάζω λινκ για ανάρτηση του blog ΣΕ ανάρτηση του blog οι λέξεις αυτοαναφορικότητα και εγωπάθεια παίρνουν ένα άλλο νόημα). Θα είναι καλή φάση μάλλον. Και είναι και ανοιχτό, οπότε ελάτε. Η διεύθυνση είναι στο σπίτι που γίνεται το πάρτυ. Φοβερή σύμπτωση ε;


Υ.Γ.1 Απλά η καλύτερη διασκευή Gang of Four ever...Όταν ο Γιάννης μίλαγε αγγλικά σαν τον Τσίπρα.
Υ.Γ.2 Για τις επερχόμενες συναυλίες Μάλαμα και Χαρούλη στο Βράχων, ένα αποκλειστικό δώρο για σένα, αγαπητέ αναγνώστη. Αν πεις στην πόρτα "διαβάζω το Σπόρο" θα κερδίσεις... το απορημένο βλέμμα του πορτιέρη, γιατί σιγά να μην ξέρει το blog.


πως να κάψετε ένα διαγωνισμό καραόκε




Προειδοποίηση: Απομακρύνετε από την οθόνη ανήλικα παιδιά, ψηφοφόρους της ΔΗΜΑΡ και αμετανόητους θαυμαστές του Παύλου Σιδηρόπουλου...Ο υποφαινόμενος δε φέρει καμία ευθύνη για το τι θα πάθουν αν διαβάσουν την κάτωθι ανάρτηση. Εντάξει; Εντάξει.


Λοιπόν, αναγνώστη, είναι καλοκαίρι του 2002 (για να ικανοποιήσω τα στερεότυπα των εικοσάχρονων haters που μου προσάπτουν ότι είμαι παππούς και γράφω μόνο για περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίω) και είμαι διακοπές στην Αστυπάλαια με 15 άτομα από τη θεατρική μου (για να ικανοποιήσω και την καλοπροαίρετη κριτική ότι είμαι εγωπαθής και γράφω για μένα. Ε, για ποιον θα έγραφα αναγνώστη, για σένα; Που να ξέρω πράγματα για σένα;). Ενώ λοιπόν είμαστε στην καντίνα του κάμπινγκ, έχουμε βρει 15 άτομα από άλλη θεατρική - τυχαία - και περνάμε όπως μόνο εμείς ξέραμε να περνάμε, έκτακτα δηλαδή, ο Α., ο οποίος έχει αναλάβει τη μουσική μας διασκέδαση με την κιθάρα του, αρχίζει να παίζει την εισαγωγή από το "Να μ'αγαπάς". Εγώ, φυσικά, σαν πρόεδρος της οργάνωσης "Ενάντια σε Αυτούς Που Παίζουν Κιθάρα σε Παρέες και Παίζουν Το Να Μ' Αγαπάς", αρχίζω να του πετάω τασάκια, ποτήρια, έναν κοντούλη τύπο με ράστα (που του άρεσε γενικά να τον πετάνε, σε διαβεβαιώ αναγνώστη), ότι έβρισκα μπροστά μου γενικά για να σταματήσει. Αλλά ο Α., με ολύμπια αταραξία, μου ζήτησε να του δώσω λίγο χρόνο. Και του έδωσα. Και δεν το μετάνιωσα. Γιατί έπαιξε μεν τη μουσική του πιο corny τραγουδιού της ελληνικής δισκογραφίας αλλά οι στίχοι ήταν ελάχιστα διαφορετικοί:

"Σου γράφω πάλι από ανάγκη
 η ώρα 5 το πρωί
 ο μόνος έμπορος που έχει μείνει
 όρθιος στην πιάτσα είσαι εσύ

 Τι να τις κάνω τις τιμές τους
 τα έχουν όλα πολύ ακριβά
 μες στην οθόνη του μυαλού μου
 σβησμένα αποτσίγαρα

 Να μου πουλάς, όσο μπορείς να μου πουλάς
 Να μου πουλάς, όσο μπορείς να μου πουλάς

 Κοιτάζοντας μες στον καθρέφτη
 βλέπω τη φάτσα ενός μπεκρή
 κι ίσως η ασχήμια του να φύγει
 άμα δεν ξανακοιταχτεί

 Βρομάει η ανάσα από τα τσιγάρα
 βαραίνει ο νους μου απ'τα πιοτά
 στον τοίχο μια λιωμένη μύγα
 με κάνει ακόμα πιο σκατά

 Να μου πουλάς, όσο μπορείς να μου πουλάς
 Να μου πουλάς, όσο μπορείς να μου πουλάς

 Αν και τελειώνει αυτό το γράμμα
 η ανάγκη μου δε σταματά
 σαν το πουλί πάνω στο σύρμα
 σαν το πρεζάκι που γυρνά

 Θέλω να 'ρθεις και να μ' ανάψεις
 ένα τσιγάρο απ'τα γνωστά
 όλη τη γη να ντουμανιάσεις
 να μου μουδιάσεις τα οστά"

[Δύο σύντομες παρατηρήσεις: 1) Είναι εκπληκτικό πόσο λίγοι στίχοι χρειάζονται να αλλάξουν για να φαίνονται τελικά όλοι σαν προϊόν παρωδίας και 2) Αυτό το "να μου μουδιάσεις τα οστά" με υπερβαίνει, πραγματικά.]

Μην στα πολυλογώ, αναγνώστη, τον υποχρέωσα τον άνθρωπο να το πει 4 φορές συνεχόμενα και την επόμενη χρονιά που τον πέτυχα τυχαία στη Σαμοθράκη πάλι με την κιθάρα του άλλες 6, οπότε το 2004 που έλαβα μέρος σε διαγωνισμό καραόκε στη Ζαχάρω ήξερα ποιο τραγούδι θα εκτελέσω...Ήταν μια φρικτή αποτυχία, φυσικά. Ενώ τους υπόλοιπους διαγωνιζόμενους τους χειροκροτούσαν όλοι, έστω από ευγένεια, σε μένα ακούστηκε μόνο από το βάθος ένα μοναχικό χειροκρότημα που έσβησε γρήγορα...Κάπως έτσι:




Slow clap


Διαδώστε. Α, ο Α. πολλά χρόνια μετά κέρδισε ένα διαγωνισμό stand up comedy και τώρα κάνει καριέρα. Αναζητήστε τον. Αξίζει. ( Άρης Ρήγας - Aristotelis Rigas στο φουμπου).

Υ.Γ. Update: Επειδή στα σχόλια χαραμίζεται, ιδού η φωτογραφική επιβεβαίωση του Συλλόγου "Ενάντια σε Αυτούς Που Παίζουν Κιθάρα σε Παρέες και Παίζουν Το Να Μ' Αγαπάς". (Ευχαριστώ την Ελένη για την επισήμανση)



Υ.Γ.2 Update 2: Μόλις ΣΗΜΕΡΑ (4/6/2013, 2 μέρες ΜΕΤΑ από αυτή την ανάρτηση) ο δημιουργός του τραγουδιού το ανέβασε στο You Tube...Επικές συμπτώσεις.. (ή μήπως όχι;). Το παραθέτω με την επισήμανση ότι τα 10 χρόνια που έχουν περάσει επέφεραν ορισμένες ασήμαντες αλλαγές (όχι στη δικιά μου εκδοχή, στη δικιά ΤΟΥ - και καλά)